ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΚΙ ΕΝΑΝ ΚΑΙΡΟ ήταν ένα μικρό αγόρι που γύρισε απ’ το σχολείο μ’ ένα καλό κρυολόγημα. Τα πόδια του ήταν μούσκεμα, αν και κανείς δεν κατάλαβε πώς κατάφερε να τα βρέξει μια τόσο στεγνή ημέρα. Η μητέρα του το ξέντυσε, το έβαλε στο κρεβάτι κι έφερε την τσαγιέρα για να του φτιάξει ένα τσάι κουφοξυλιάς. Εκείνη ακριβώς την ώρα, ήρθε ο εύθυμος γέρος άντρας που ζούσε ολομόναχος στη σοφίτα. Δεν είχε δική του οικογένεια, αγαπούσε όμως πολύ τα παιδιά, και πάντα είχε ένα διασκεδαστικό παραμύθι να τους πει, από τα τόσα πολλά που ήξερε.
«Πιες το τσάι σου τώρα,» είπε η μητέρα του αγοριού, «κι ύστερα, ποιος ξέρει, μπορεί ν’ ακούσεις και ένα παραμύθι.»
«Αν είχα κάποιο καινούργιο να πω,» είπε ο γέρος. « Πώς όμως βράχηκαν τα πόδια του παιδιού;»
«Ποιος ξέρει;» απάντησε η μητέρα.
«Θα μου πεις ένα παραμύθι;» ρώτησε τότε το αγόρι τον γέροντα.
«Θα σου πω, όμως πρώτα πρέπει να μου πεις εσύ, πόσο βαθύ είναι το αυλάκι που τρέχουν τα νερά, στο δρόμο που πάει για το σχολείο;»
«Ίσαμε το μισό της μπότας μου,» είπε το παιδί, « μετά το αυλάκι όμως πάτησα σε μια βαθιά λακκούβα.»
«Α χα! Να πώς βράχηκαν λοιπόν τα πόδια,» είπε ο γέρος άντρας. «Τώρα οφείλω να σου πω ένα παραμύθι, όμως δεν ξέρω κανένα καινούργιο.»
«Μπορείς να σκαρφιστείς ένα,» είπε το μικρό αγόρι. «Η μητέρα λέει ότι ξέρεις να φτιάχνεις ιστορίες για καθετί που βλέπεις γύρω σου.»
« Ναι, μα αυτές οι ιστορίες δεν αξίζουν. Οι καλές έρχονται από μόνες τους. Να, μου χτυπούν εδώ στο μέτωπο και λένε: «Εδώ είμαστε, ήρθαμε!»
« Τότε, μπορεί να χτυπήσουν όπου να ‘ναι, δεν μπορεί;» ρώτησε το αγόρι, κι η μητέρα γέλασε καθώς έριχνε μερικά άνθη κουφοξυλιάς και βραστό νερό μέσα στην τσαγιέρα.
« Πες μου κάτι! Σε παρακαλώ!»
« Αν έρθει καμιά από μόνη της, θα σου πω. Είναι όμως περήφανες κι ακατάδεχτες, κι έρχονται μόνο όταν το θέλουν… Ωπ!» είπε τότε άξαφνα ο γέροντας. «Ήρθε! Κοιτάξτε! Είναι μία μέσα στην τσαγιέρα!»
Το μικρό αγόρι κοίταξε την τσαγιέρα, και το καπάκι της άρχισε να ανασηκώνεται. Τα λουλούδια της κουφοξυλιάς φάνηκαν να ξεπροβάλλουν ολόφρεσκα και κάτασπρα, κι άρχισαν να βγάζουν μεγάλα κλαδιά που ξεπηδούσαν από την τσαγιέρα και την τύλιγαν γύρω-γύρω καθώς μεγάλωναν ολοένα, ώσπου έγιναν μια υπέροχη κουφοξυλιά, ένα ολόκληρο δέντρο που απλώθηκε ως το κρεβάτι και τις κουρτίνες. Κι όλο άνθιζε! Και πώς μοσχομύριζε!
Μπροστά στην κουφοξυλιά στεκόταν μια συμπαθητική γερόντισσα που φορούσε το πιο παράξενο φόρεμα, πράσινο σαν τα φύλλα της κουφοξυλιάς και στολισμένο με μεγάλα λευκά λουλούδια· δύσκολα μπορούσε κανείς να πει αν ήταν από ύφασμα ή από αληθινά φύλλα και λουλούδια.
« Πώς τη λένε;» ρώτησε το αγόρι.
«Οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι,» είπε ο γέρος, «την έλεγαν Δρυάδα, αλλά οι ναυτικοί στη βόρεια Ευρώπη είχαν ένα πιο εύκολο όνομα γι’ αυτήν, την έλεγαν ‘Γριά Παραμάνα’. Τώρα όμως κοίτα την όμορφη κουφοξυλιά κι άκου τι έχει να σου πει.
«Στη γωνιά της μικρής αυλής του σπιτιού, ήταν μια μεγάλη ανθισμένη κουφοξυλιά, κι από κάτω συνήθιζαν να κάθονται ο γέρο-ναυτικός και η γριά γυναίκα του, στο φως της όμορφης απογευματινής λιακάδας. Είχαν πια δισέγγονα και σύντομα θα γιόρταζαν πενήντα ολόκληρα χρόνια γάμου, αν και δεν πολύ-θυμόντουσαν πια το χρόνο που παντρεύτηκαν. Εγώ όμως τον θυμάμαι,» είπε η Γριά Παραμάνα καθίζοντας ευχαριστημένη πάνω στην κουφοξυλιά, όμως ο γέρο ναυτικός και η γυναίκα του δεν την άκουσαν, γιατί αναπολούσαν τους παλιούς καιρούς.
«Θυμάσαι όταν ήμασταν μικροί,’ είπε εκείνος, ‘κι όλο τρέχαμε και παίζαμε εδώ, σ’ αυτήν την αυλή που είμαστε τώρα; Θυμάσαι που φυτεύαμε βλαστάρια και φτιάξαμε έναν κήπο;’
«Θυμάμαι καλά,» είπε η γριά γυναίκα, «θυμάμαι πολύ καλά. Ποτίζαμε τα βλαστάρια, κι ένα απ’ αυτά ήτανε τούτη η κουφοξυλιά. Έκανε ρίζες, πέταξε πράσινα κλαριά, μεγάλωσε κι έγινε το μεγάλο δέντρο που καθόμαστε τώρα οι δυο γέροι στη σκιά του.’
«Βεβαίως είπε εκείνος. ‘Κι εκεί στη γωνιά ήταν ένα κουβαδάκι, που βουτούσα τα καραβάκια μου.’
«Αλήθεια! Πρώτα πήγαμε στο σχολείο,» είπε εκείνη, «κι ύστερα, όταν βαπτιστήκαμε, κλάψαμε κι οι δυο. Το ίδιο απόγευμα όμως, ανεβήκαμε ψηλά, στον μεγάλο Πύργο και κοιτάξαμε κάτω την πόλη μέχρι μακριά τον ορίζοντα, κι ύστερα πήγαμε στο λιμάνι να δούμε το Βασιλιά και τη Βασίλισσα που ταξίδευαν με το μεγαλόπρεπο πλοίο τους.’
«Πόσο διαφορετικά ήταν τα δικά μου ταξίδια, αργότερα. Μακρινά, μεγάλα ταξίδια, για πολλά, πολλά χρόνια.’
«’Ναι, πόσες φορές έκλαψα για σένα,’ είπε η γερόντισσα. ‘Πόσες φορές νόμισα πως πέθανες και χάθηκες στα βάθη του ωκεανού. Πόσες φορές σηκώθηκα μέσα στη νύχτα για ν’ ακούσω αν είχε δυναμώσει ο άνεμος, και δυνάμωνε, κι εσύ δεν ερχόσουν. Θυμάμαι μια μέρα, που έπεφτε βροχή σαν καταρράχτης, -τι φοβερός καιρός-, κι εγώ στεκόμουν στην πόρτα κρατώντας το φαράσι, όταν κάποτε έφτασε ο ταχυδρόμος και μου έδωσε ένα γράμμα. Ήταν από σένα! Τι ταξίδι έκανε αυτό το γράμμα! Το άνοιξα αμέσως και το διάβασα, γελούσα κι έκλαιγα μαζί. Πόσο ευτυχισμένη ήμουν. Έγραφες πως ήσουν σε χώρες ζεστές, εκεί που φυτρώνουν τα δέντρα του καφέ. Τι ευλογημένες χώρες! Το γράμμα σου ήταν τόσο ζωντανό, που νόμισα πως έβλεπα μπροστά μου όσα έγραφες, κι ας στεκόμουν μέσα στη βροχή με το φαράσι στο χέρι. Και τότε άξαφνα, ήρθε κάποιος και μ’ αγκάλιασε.’
«’Και του ‘δωσες μια με το φαράσι, που τον έτσουξε τ’ αυτί του!’
«’Μα δεν ήξερα πως ήσουν εσύ. Ήρθες μαζί με το γράμμα σου, κι ήσουν τόσο όμορφος –ακόμα είσαι- μ’ ένα κίτρινο μεταξωτό μαντήλι στο λαιμό κι ένα ολοκαίνουργιο καπέλο! Θεέ μου, τι όμορφος που ήσουν! Και τι καιρός ήταν εκείνος!’
«’Κι ύστερα παντρευτήκαμε,’ είπε εκείνος. ‘Θυμάσαι; Κι ύστερα κάναμε τον πρώτο μας γιο, ύστερα τη Μαρία, τον Νικόλα, τον Πέτρο και τον Χρήστο.’
«’Ναι, κι έγιναν όλα τους τίμιοι άνθρωποι κι αγαπητοί σε όλους.’
«’Κι έκαναν παιδιά κι εγγόνια,’ είπε ο γέρο-ναυτικός, ‘ναι, τα δισέγγονά μας, γερά και γεμάτα ζωντάνια. Σα να μου φαίνεται πως ήταν τέτοια εποχή όταν παντρευτήκαμε.’
« Πράγματι, είχαν παντρευτεί μια μέρα σαν κι αυτή πριν από πενήντα χρόνια» είπε η Γριά Παραμάνα καθώς τρύπωνε το κεφάλι της ανάμεσα στους δύο γέρους, κι αυτοί νόμισαν πως ήταν η γειτόνισσα. Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους και βάστηξαν ο ένας τον άλλο από το χέρι. Ύστερα από λίγο, ήρθαν τα παιδιά τους, τα εγγόνια και τα δισέγγονά τους, επειδή αυτά ήξεραν πως ήταν η επέτειός τους κι ήθελαν να τους συγχαρούν· μόνο το ηλικιωμένο ζευγάρι το ‘χε ξεχάσει, κι ας θυμόνταν όλα όσα είχαν γίνει πολλά χρόνια πριν. Η κουφοξυλιά έστειλε το δυνατό της άρωμα στον ήλιο, που ήταν έτοιμος να δύσει, κι εκείνος έλαμψε πάνω στα πρόσωπα των δύο ηλικιωμένων. Ήταν κι οι δυο τους τόσο ροδομάγουλοι. Τότε το μικρότερο από τα δισέγγονα άρχισε να χορεύει γύρω τους, φωνάζοντας ενθουσιασμένο για το υπέροχο βραδινό που θα ‘τρωγαν: ψητές πατάτες!’ Κι η Γριά Παραμάνα κούνησε το κεφάλι πίσω από τα φύλλα της κουφοξυλιάς και φώναξε ‘Ζήτω!’ μαζί με τους υπόλοιπους.»
« Αυτό δεν είναι παραμύθι,» παραπονέθηκε το μικρό αγόρι.
« Το θέμα είναι να το καταλάβεις,» είπε ο γέρο-αφηγητής, «ας ρωτήσουμε όμως την Γριά Παραμάνα.»
«Αυτό δεν ήταν παραμύθι, είναι αλήθεια,» είπε η Γριά Παραμάνα, «μα τώρα αρχίζει. Τα πιο υπέροχα παραμύθια ξεπηδούν μέσα απ’ την πραγματικότητα, κι αν δεν ήταν έτσι, πώς θα μπορούσε να ξεπηδήσει η εξαίσια κουφοξυλιά μου μέσα από μια τσαγιέρα;»
Πήρε τότε το μικρό αγόρι από το κρεβάτι του, το ακούμπησε στον κόρφο της κι η ολάνθιστη κουφοξυλιά έκλεισε γύρω τους τα κλαδιά της.
Βρέθηκαν τότε σ’ ένα ιπτάμενο σπίτι, κι άρχισαν να πετούν μαζί του στον αέρα. Τι όμορφα που ήταν! Η Γριά Παραμάνα μεταμορφώθηκε ξαφνικά σε μια όμορφη κοπέλα, με το ίδιο φουστάνι από πράσινες φυλλωσιές και λευκά λουλούδια. Ένα άνθος κουφοξυλιάς στόλιζε τον κόρφο της, κι ένα στεφάνι απ’ τα ίδια λουλούδια, τα ξανθά κυματιστά μαλλιά της. Τα μάτια της ήταν τόσο μεγάλα και γαλάζια που δεν χόρταινες να τα κοιτάζεις. Τότε, η όμορφη κοπέλα φίλησε το αγόρι κι έγιναν άξαφνα συνομήλικοι.
Πιασμένοι χέρι-χέρι βγήκαν στον όμορφο κήπο του σπιτιού τους. Πάνω στο πράσινο γρασίδι ήταν το παλιό μπαστούνι του πατέρα, και τα δυο παιδιά το καβάλησαν σα να ήταν ζωντανό. Τότε αυτό μεταμορφώθηκε σε άλογο, κι ένα θαυμαστό κεφάλι με μακριά μαύρη χαίτη, που ανέμιζε στον αέρα, πρόβαλλε εκεί που ήταν το γυαλιστερό χερούλι, ενώ τέσσερα λεπτά μα δυνατά πόδια πετάχτηκαν στα πλάγια. Και καβάλα στο γερό κι όμορφο ζώο άρχισαν να καλπάζουν πάνω στο χορτάρι.
« Ζήτω! Καλπάζουμε μίλια μακριά,» είπε το αγόρι, «μακριά στο μεγάλο κάστρο!»
Έτσι κάλπαζαν γύρω γύρω στο γρασίδι, και το μικρό κορίτσι, που δεν ήταν άλλο απ’ τη Γριά Παραμάνα, φώναζε:
« Βγήκαμε στη χώρα! Βλέπεις εκεί το αγρόκτημα με τη μεγάλη κουφοξυλιά; Κοίτα τον κόκορα πώς σκαλίζει το χώμα για τις κότες, κοίτα τον πώς κορδώνεται! Τώρα φτάνουμε στην εκκλησία, ψηλά πάνω στο λόφο, ανάμεσα στις μεγάλες βελανιδιές· κοίτα, μια τους σχεδόν ξεράθηκε. Τώρα φτάσαμε στο σιδηρουργείο, κοίτα πώς καίει η φωτιά και πώς πετάγονται οι σπίθες όταν χτυπούν τα σφυριά τους οι μισόγυμνοι σιδεράδες. Καλπάζουμε μακριά! Μακριά! Στο όμορφο αρχοντικό!»
Κι όλα όσα έλεγε το μικρό κορίτσι, φανερώνονταν στ’ αλήθεια, όλα τα έβλεπε το αγόρι κι ας κάλπαζαν γύρω-γύρω στο χορτάρι του κήπου. Ύστερα, έπαιξαν πλάι στο δρόμο, κι εκεί όρισαν ένα μικρό κομμάτι γης για κήπο. Πήραν λουλούδια κουφοξυλιάς απ’ το στεφάνι που ‘χε το κορίτσι στα μαλλιά του, και τα φύτεψαν στον μικρό τους κήπο κι αυτά μεγάλωσαν, όπως εκείνα που φύτευε ο γέρο-ναυτικός με τη γυναίκα του όταν ήτανε παιδιά. Κι ύστερα περπάτησαν πιασμένοι χέρι-χέρι, όπως κι εκείνοι, δεν πήγαν όμως στον μεγάλο πύργο, ούτε στο λιμάνι, όχι. Το κορίτσι τύλιξε τα χέρια της γύρω από το αγόρι, και πέταξαν μακριά, σ’ όλη τη χώρα. Κι ήρθε η άνοιξη και το καλοκαίρι, κι ύστερα το φθινόπωρο και ο χειμώνας, κι εικόνες μυριάδες αποτυπώθηκαν στα μάτια και την καρδιά του αγοριού, καθώς του τραγουδούσε το κορίτσι:
«Αυτό ποτέ δεν θα το ξεχάσεις..»
Σ’ όλο το ταξίδι τους, το γλυκό και μυρωδάτο άρωμα της κουφοξυλιάς πλημμύριζε τον αέρα. Υπήρχαν και τριαντάφυλλα και φρέσκιες οξιές, όμως το άρωμα της κουφοξυλιάς κυριαρχούσε θαυμαστό, αφού αναδύονταν από τα άνθη στον κόρφο του κοριτσιού· εκεί ακουμπούσε το αγόρι το κεφάλι του καθώς πετούσαν.
«Είναι όμορφα εδώ την άνοιξη!» είπε το κορίτσι, καθώς στάθηκαν σ’ ένα ξύλο οξιάς που μόλις είχε βλαστήσει, ενώ μοσχοβολούσαν τ’ αγριολούλουδα τριγύρω κι οι ροδαλές ανεμώνες έδειχναν τόσο όμορφες πάνω στην πρασινάδα.
«Ω, να ‘τανε πάντα άνοιξη μέσα στο μοσχομυριστό το δάσος!»
«Είναι όμορφα εδώ το καλοκαίρι!» είπε εκείνη και πέταξε πίσω στο χρόνο, στα παλιά κάστρα των ιπποτών, με τους κόκκινους τοίχους και τα πολεμικά αετώματα να καθρεφτίζονται στο κανάλι, εκεί που κολυμπούσαν κύκνοι. Ατένισε τα παλιά δρομάκια, και τα καλαμπόκια που ανέμιζαν σαν κύματα μέσα στα λιβάδια. Κόκκινα και κίτρινα λουλούδια άνθιζαν στα χαντάκια, άγριες μαργαρίτες κι ανθισμένες καμπανούλες σκαρφάλωναν στους φράχτες. Το σούρουπο, ανέτειλε το φεγγάρι, μεγάλο, κι ολοστρόγγυλο κοκκίνισε τον ουρανό, κι οι θημωνιές στα λιβάδια μύριζαν τόσο γλυκά.
«Αυτό ποτέ κανείς δεν το ξεχνά!»
«Είναι όμορφα εδώ το φθινόπωρο!» είπε το κορίτσι, κι άξαφνα ο ουρανός έγινε πάλι γαλάζιος, ενώ κόκκινα, πράσινα και κίτρινα χρώματα έβαψαν το δάσος. Τα σκυλιά έτρεχαν και πηδούσαν εδώ κι εκεί, κι ολόκληρα σμήνη από αγριόκοτες πετούσαν πάνω από το λόφο, εκεί που οι βατομουριές κρέμονταν πάνω στις παλιές πέτρες. Η θάλασσα πήρε ένα σκούρο μπλε χρώμα και γέμισε πλοία μ’ άσπρα πανιά, ενώ στον αχερώνα, γυναίκες, κοπέλες και παιδιά μάζευαν λυκίσκους σ’ ένα μεγάλο βαρέλι. Τα παιδιά τραγουδούσαν κι οι γέροι έλεγαν παραμύθια για ξωτικά του δάσους και μάγους. Τίποτα δεν μπορούσε να ‘ναι πιο όμορφο.
«Είναι πανέμορφα εδώ το χειμώνα!» είπε το κορίτσι, κι όλα τα δέντρα τυλίχτηκαν με πάχνη κι έμοιαζαν τώρα μ’ άσπρα κοράλλια. Το χιόνι έτριζε κάτω από τις καινούργιες μπότες, και τ’ άστρα έπεφταν βροχή στον ουρανό. Το χριστουγεννιάτικο δέντρο άναψε μέσα στο δωμάτιο, και παντού υπήρχαν δώρα και κέφι πολύ. Το βιολί αντηχούσε παντού, όλοι ορμούσαν στα φρέσκο-ψημένα κέικ, κι ακόμα και το φτωχότερο παιδί έλεγε: «Είναι στ’ αλήθεια πανέμορφα εδώ το χειμώνα!»
Ναι, ήταν πράγματι πανέμορφα, και το κορίτσι έδειξε τα πάντα στο μικρό αγόρι. Η κουφοξυλιά μοσχομύριζε, κι οι σημαίες των ναυτικών ανέμιζαν.
Το αγόρι μεγάλωσε κι έγινε παλληκάρι, έτοιμο να σαλπάρει στον κόσμο, μακριά στις ζεστές χώρες, εκεί που φυτρώνουν τα δέντρα του καφέ. Μα πριν φύγει, το κορίτσι έβγαλε ένα λουλούδι κουφοξυλιάς μέσα από τον κόρφο της και του το έδωσε να το φυλάξει. Εκείνος το έβαλε μέσα στο προσευχητάρι του, κι όταν το άνοιγε μακριά στις ξένες χώρες, οι σελίδες του έπεφταν εκεί που είχε φυλαγμένο το λουλούδι. Κι όσο το κοιτούσε, τόσο πιο φρέσκο γίνονταν. Κι ανάμεσα στα φύλλα του λουλουδιού, μπορούσε να διακρίνει το κορίτσι, να τον κοιτάζει με τα μεγάλα γαλανά της μάτια και να ψιθυρίζει: « Είναι πανέμορφα εδώ την Άνοιξη, το Καλοκαίρι, το Φθινόπωρο και το Χειμώνα» κι ένα σωρό εικόνες γλιστρούσαν στο μυαλό του.
Έτσι πέρασαν πολλά χρόνια, το παλληκάρι γέρασε και κάθισε με τη γριά γυναίκα του κάτω από το ανθισμένο δέντρο. Κρατούσαν ο ένας το χέρι του άλλου, όπως ο γέρο-ναυτικός με τη γυναίκα του, κι άρχισαν να μιλούν, όπως κι εκείνοι, για τα παλιά τα χρόνια και την πεντηκοστή επέτειο του γάμου τους. Η μικρή κοπέλα με τα γαλάζια μάτια και τα άνθη κουφοξυλιάς στα μαλλιά της, καθισμένη μέσα στις φυλλωσιές του δέντρου, τους έγνεψε και είπε:
«Σήμερα είναι η πεντηκοστή επέτειος!» και πήρε δυο λουλούδια απ’ τα μαλλιά της και τα φίλησε. Πρώτα έλαμψαν σαν ασήμι, κι ύστερα σα χρυσάφι, κι όταν τα έβαλε πάνω στα κεφάλια των δυο ηλικιωμένων, έγιναν το καθένα κι από ένα στέμμα. Έτσι κάθονταν τώρα οι δυο τους κάτω από την κουφοξυλιά, σαν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα. Ο γέρος είπε στη γυναίκα του την ιστορία της Γριάς Παραμάνας, όπως την άκουσε κι εκείνος όταν ήταν μικρό αγόρι. Έμοιαζε τόσο στην δική τους ιστορία, κι αυτό τους άρεσε πολύ.
«Έτσι είναι,» είπε η μικρή κοπέλα στο δέντρο, «κάποιοι με λένε Γριά Παραμάνα, άλλοι Δρυάδα, όμως στην πραγματικότητα, το όνομά μου είναι ‘Θύμηση’. Κι είμαι εγώ που κάθομαι μέσα στο δέντρο που όλο μεγαλώνει! Μπορώ να θυμάμαι! Μπορώ να λέω ιστορίες! Για να δω, έχεις ακόμα το λουλούδι μου;»
Κι ο γέρος άνοιξε το προσευχητάρι του. Το άνθος της κουφοξυλιάς ήταν εκεί, φρέσκο όπως όταν το φύλαξε καιρό πριν. Η Θύμηση κούνησε το κεφάλι, και το ηλικιωμένο ζευγάρι απόμεινε να κάθεται εκεί, στολισμένο με τα χρυσά στέμματα, κάτω απ’ τη λάμψη του απογευματινού ήλιου. Έκλεισαν τα μάτια και, -και-! Ναι, αυτό είναι το τέλος του παραμυθιού!
Το μικρό αγόρι, ξαπλωμένο τώρα στο κρεβάτι του, δεν ήξερε αν είχε ονειρευτεί σαν άκουγε την ιστορία ή αν ταξίδεψε στ’ αλήθεια. Η τσαγιέρα ήταν ακόμα πάνω στο τραπέζι, αλλά κανένα κλαδί κουφοξυλιάς δεν ξεπρόβαλλε πια από μέσα! Ο γέροντας με τις ιστορίες έφευγε, ήταν ήδη στην πόρτα.
«Πόσο θαυμάσιο ήταν!» είπε το αγόρι. «Μητέρα, πήγα στις ζεστές χώρες.»
«Διόλου παράξενο,» είπε η μητέρα. «Όποιος πίνει δυο καλές κούπες τσάι κουφοξυλιάς, είναι πολύ πιθανό να ταξιδέψει σε ζεστούς τόπους» και το σκέπασε με την κουβέρτα για να μην κρυώσει. «Κοιμήθηκες καλά όσο εγώ κι ο γέροντας διαφωνούσαμε, αν ήταν τελικά μια ιστορία ή ένα παραμύθι.»
«Και πού είναι η Γριά Παραμάνα;» ρώτησε το αγόρι.
«Στην τσαγιέρα» απάντησε η μητέρα, «κι εκεί μάλλον θα παραμείνει.»
μετάφραση-απόδοση: Ευαγγελία Καρή
Πηγή : https://paramythiagiaolous.blogspot.com/2016/09/blog-post_16.html#more
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου