Ο αναπτήρας (του H.C. Andersen)
«Βλέπεις εκείνο το μεγάλο δέντρο» λέει η μάγισσα και έδειξε ένα δέντρο το οποίο ήταν εκεί δίπλα. Είναι τελείως κούφιο εσωτερικά. Θα πρέπει να ανεβείς ως την κορυφή, μετά θα δεις μία τρύπα μέσα από την οποία θα περάσεις και να θα μπεις βαθιά μέσα στο δέντρο. Θα σου δέσω ένα σχοινί γύρω από την μέση σου για να μπορέσω να σε τραβήξω μόλις με φωνάξεις.”
«Τι να κάνω εκεί μέσα στο δέντρο;» ρώτησε ο στρατιώτης.
“Να φέρεις λεφτά” απάντησε η μάγισσα. “Θα πρέπει να ξέρεις ότι όταν φτάσεις κάτω κάτω στο δέντρο θα βρεθείς σε έναν μεγάλο διάδρομο, εκεί είναι πάρα πολύ φωτεινά, καθώς ανάβουν περισσότερα από 100 φώτα. Στο διάδρομο υπάρχουν τρεις πόρτες. Μπορείς εύκολα να τις ξεκλειδώσεις καθώς τα κλειδιά είναι πάνω στις κλειδαριές. Αν πας στο πρώτο δωμάτιο, θα δεις στη μέση του δαπέδου ένα μεγάλο κουτί πάνω στο οποίο κάθεται ένας σκύλος ο οποίος έχει μάτια μεγάλα σαν τα φλιτζάνια του τσαγιού. Αλλά μην ανησυχήσεις για τον σκύλο! Πάρε μαζί σου την ποδιά μου και άπλωσε την πάνω στο πάτωμα, μετά πήγαινε γρήγορα άρπαξε τον σκύλο και ακούμπησε τον πάνω στην ποδιά. Μετά άνοιξε το κουτί και πάρε όσα χρήματα θέλεις. Η κούτα είναι γεμάτη με χάλκινα νομίσματα. Αν όμως προτιμάς ασήμι πήγαινε στο δεύτερο δωμάτιο. Εκεί υπάρχει ένας σκύλος ο οποίος έχει μάτια μεγάλα σαν μυλόπετρες, αλλά μην ανησυχήσεις για τον σκύλο. Βάλε τον πάνω στην ποδιά μου και πάρε όσα χρήματα θέλεις. Αν πάλι προτιμάς χρυσάφι, τότε μπορείς να αποκτήσεις και από αυτό και μάλιστα όσο μπορείς να κουβαλήσεις, αρκεί να πας στο τρίτο δωμάτιο. Όμως ο σκύλος ο οποίος κάθεται πάνω στο κουτί αυτού του δωματίου έχει δύο μάτια το καθένα από τα οποία είναι τόσο μεγάλο όσο ο πύργος της Κοπεγχάγης. Ο σκύλος αυτός μπορεί να με πιστέψεις ότι είναι τεράστιος! Αλλά μην ανησυχήσεις για αυτόν, βάλε τον πάνω στην ποδιά μου και τότε δεν θα σε πειράξει και πάρε από το κουτί όσα χρήματα θέλεις”.
“Αυτό που μου προτείνεις δεν είναι τόσο κακό” απάντησε ο στρατιώτης “αλλά πες μου ποιο θα είναι το μερίδιο σου γριά μάγισσα. Από ότι καταλαβαίνω για να μου φανερώνεις τον θησαυρό κάτι θα θέλεις και για τον εαυτό σου! ”
“Όχι” απάντησε η μάγισσα “ούτε ένα γρόσι δεν θέλω! Για μένα θέλω μόνο να φέρεις έναν παλιό αναπτήρα τον οποίο ξέχασε η γιαγιά μου όταν κατέβηκε για τελευταία φορά κάτω.”
«Τότε δέσε μου το σχοινί γύρω από τη μέση»
«Ορίστε, και πάρε και την ποδιά μου μαζί σου».
Έτσι ο στρατιώτης σκαρφάλωσε στο δέντρο, μπήκε από την τρύπα και κατέβηκε κάτω στον δάπεδο του δέντρου σε έναν μεγάλο διάδρομο στον οποίο έκαιγαν εκατοντάδες λάμπες όπως ακριβώς του είχε περιγράψει και η μάγισσα.
Μετά ξεκλείδωσε την πρώτη πόρτα. Πω πω! Εκεί στεκόταν ένας σκύλος με μάτια μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού και τον κοιτούσε.
«Είσαι πολύ χαριτωμένος!» λέει τότε ο στρατιώτης και τον έβαλε να καθίσει πάνω στη ποδιά της μάγισσας και πήρε τόσα χάλκινα νομίσματα όσα μπορούσε να βάλει στις τσέπες του. Μετά έκλεισε το κιβώτιο, έβαλε πάλι τον σκύλο πάνω στο κιβώτιο και πήγε στο δεύτερο δωμάτιο. Αμάν! Εκεί στεκόταν ο σκύλος ο οποίος είχε μάτια τόσο μεγάλα σαν ένα ζευγάρι μυλόπετρες.
«Δεν θα έπρεπε να με κοιτάζεις τόση ώρα» λέει τότε ο στρατιώτης «Θα πονέσουν τα μάτια σου!» Μετά πήρε τον σκύλο και τον έβαλε πάνω στη ποδιά της μάγισσας. Όταν όμως είδε τα ασημένια νομίσματα στο κιβώτιο, πέταξε τα χάλκινα νομίσματα τα οποία είχε μαζέψει και γέμισε τις τσέπες και το σακίδιο του με τα ασημένια νομίσματα. Μετά πήγε στο τρίτο δωμάτιο. Αμάν πόσο απαίσιο που ήταν! Ο σκύλος σε αυτό το δωμάτιο είχε πράγματι δύο μάτια μεγάλα σαν τον πύργο και τα μάτια κυλούσαν μέσα στο κεφάλι σαν να ήταν μυλόπετρες!
«Καλησπέρα» είπε ο στρατιώτης και άγγιξε χαιρετώντας το καπέλο του καθώς σκύλο σαν αυτόν δεν είχε ξαναδεί, όταν όμως το κοίταξε για λίγη ώρα σκέφτηκε ότι αρκετά καθυστέρησε και τον κατέβασε από το κουτί του και άνοιξε το καπάκι. Θεέ μου βοήθησε πόσο πολύ χρυσάφι ήταν αυτό που αντίκρισε. Όλη την Κοπεγχάγη θα μπορούσε να αγοράσει με αυτό και τα ζαχαρωτά, και τους μολυβένιους στρατιώτες, και τα μαστίγια και τα κουνιστά αλογάκια όλου του κόσμου. Αυτά ήταν πραγματικά πολλά χρήματα. Τώρα πέταξε ο στρατιώτης τα ασημένια νομίσματα με τα οποία είχε γεμίσει τις τσέπες και το σακίδιο του. Πραγματικά γέμισε όλες τις τσέπες, το σακίδιο ακόμη και το καπέλο και τις μπότες του με χρυσάφι έτσι ώστε δεν μπορούσε να περπατήσει καλά καλά. Τώρα είχε χρήματα! Έβαλε τον σκύλο στο κουτί έκλεισε βιαστικά την πόρτα και μετά φώναξε μέσα από το δέντρο: «τράβηξε με πάνω, γριά μάγισσα!»
«Έχεις τον αναπτήρα μαζί σου;» ρώτησε η μάγισσα.
«Πραγματικά» είπε ο στρατιώτης «αυτό το ξέχασα τελείως», και πήγε και μάζεψε τον αναπτήρα. Η μάγισσα τράβηξε τον στρατιώτη πάνω και νάτος πάλι με τις τσέπες, το σακίδιο, το καπέλο και τις μπότες γεμάτα χρυσάφι.
«Αυτό δεν σε αφορά!» είπε η μάγισσα «κέρδισες αρκετά χρήματα οπότε δώσε μου τον αναπτήρα!»
«Άστα αυτά και πες μου αμέσως τι τον θέλεις» απάντησε ο στρατιώτης «αλλιώς θα τραβήξω το σπαθί και θα σου κόψω το κεφάλι!».
«Όχι» απάντησε η μάγισσα.
Τότε ο στρατιώτης της έκοψε το κεφάλι. Η μάγισσα βρέθηκε πεσμένη στο έδαφος και ο στρατιώτης έβαλε όλα τα χρήματα του στην ποδιά της και την έριξε σαν τσάντα στην πλάτη του, έβαλε τον αναπτήρα στην τσέπη του και κατευθύνθηκε προς την πόλη.
Ήταν μια λαμπερή πόλη και στο λαμπρότερο ξενώνα της πόλης πήγε για να μείνει ο στρατιώτης. Ζήτησε τα καλύτερα δωμάτια και τα αγαπημένα του φαγητά καθώς τώρα πια ήταν πλούσιος. Του υπηρέτη που πήγε να του καθαρίσει τις μπότες, του φάνηκε περίεργο ένας τόσο πλούσιος κύριος να φοράει μπότες παλιές και φθαρμένες καθώς ο στρατιώτης δεν είχε ακόμη αγοράσει καινούριες. Ωστόσο την επόμενη ημέρα αγόρασε καινούριες, κατάλληλες για να προδίδουν αριστοκρατική αμφίεση και καινούρια ρούχα. Τώρα πια δεν ήταν ένας στρατιώτης αλλά ένα καθώς πρέπει κύριος. Ο στρατιώτης άκουγε να του λένε καταπληκτικές ιστορίες στην πόλη που διέμενε για τον βασιλιά της πόλης και για την κόρη του την όμορφη πριγκίπισσα.
«Που θα μπορούσα να την δω;» ρώτησε ο στρατιώτης.
«Κανείς εν μπορεί να την δει!» του είπανε, «μένει σε ένα μεγάλο χάλκινο παλάτι που περιβάλλεται από πολλά τείχη και κάστρα! Κανείς εκτός από τον βασιλιά δεν μπορεί να μπει ή να βγει. Έχουν προβλέψει στο βασιλιά ότι η κόρη του θα παντρευτεί έναν απλό στρατιώτη και αυτό ο βασιλιάς δεν μπορεί να το δεχτεί με τίποτα».
«Θα ήθελα να την δω» σκέφτηκε ο στρατιώτης αλλά δεν θα του έδιναν την άδεια για κάτι τέτοιο.
Ο στρατιώτης συνέχισε να καλοπερνάει, πήγαινε στο θέατρο και στους κήπους του βασιλιά. Δεν παρέλειπε να δίνει και πολλά χρήματα στους φτωχούς καθώς θυμόταν πολύ καλά πως είναι όταν δεν έχεις στη τσέπη σου ούτε ένα γρόσι! Τώρα πια ήταν πλούσιος, είχε ωραία ρούχα και πολλούς φίλους οι οποίοι του έλεγαν τι ωραίος τύπος που είναι, ένας πραγματικός καβαλιέρος. Καθώς όμως κάθε μέρα σπαταλούσε χρήματα και δεν είχε έσοδα από πουθενά, στο τέλος δεν του απέμειναν παρά μόνο δύο γρόσια. Τότε έπρεπε να εγκαταλείψει τα ωραία δωμάτια στα οποία έμενε και να μετακομίσει σε μία μικροσκοπική κάμαρη πάνω στη σοφίτα του πανδοχείου. Καθώς δεν είχε χρήματα έπρεπε να γυαλίζει και να μπαλώνει μόνος του τις μπότες του και κανείς από τους φίλους του δεν πήγαινε να τον δει καθώς θα έπρεπε αν ανεβεί τόσες πολλές σκάλες.
Ήταν ένα σκοτεινό βράδυ και δεν μπορούσε να αγοράσει ούτε καν ένα κερί. Τότε θυμήθηκε τον αναπτήρα που είχε φέρει μαζί του από το κούφιο δέντρο στο οποίο τον είχε κατεβάσει η μάγισσα. Ο αναπτήρας αυτός είχε ένα φυτίλι και σκέφτηκε να το χρησιμοποιήσει για να φωτίσει το δωμάτιο. Μόλις χτύπησε την πέτρα του αναπτήρα και άναψαν οι σπίθες, άνοιξε απότομα η πόρτα και ο σκύλος με τα μάτια που ήταν τόσο μεγάλα όσο τα φλιτζάνια του τσαγιού και που τον είχε δει κάτω στο δέντρο στάθηκε μπροστά του και του είπε: «Τι διατάζετε κύριε μου;»
«Άλλο πάλι και τούτο» είπε ο στρατιώτης «ωραίος αναπτήρας είναι αυτός αν μου επιτρέπει να έχω έτσι εύκολα ότι θελήσω. Φέρε μου λίγα χρήματα!» είπε στον σκύλο. Αμέσως ο σκύλος εξαφανίστηκε για να επιστρέψει με ένα πουγκί γεμάτο με χρήματα στο στόμα του.
Ο στρατιώτης είχε ανακαλύψει την αξία του αναπτήρα. Μόλις χτυπούσε μία φορά την πέτρα ερχόταν ο σκύλος που καθόταν πάνω στο κουτί με τα χάλκινα νομίσματα, όταν χτυπούσε δύο φορές την πέτρα ερχόταν ο σκύλος ο οποίος καθόταν πάνω στα ασημένια νομίσματα ενώ όταν χτυπούσε τρεις εμφανιζόταν ο σκύλος που φύλαγε το χρυσάφι. Έτσι ο στρατιώτης μετακόμισε και πάλι κάτω στα ωραία δωμάτια και φορούσε τα όμορφα του ρούχα και τότε τον είχαν αναγνωρίσει και πάλι οι παλιοί του φίλοι οι οποίοι και τον εκτιμούσαν ιδιαίτερα.
Κάποια μέρα σκέφτηκε: Είναι πράγματι πολύ περίεργο που κανείς δεν μπορεί να δει την πριγκίπισσα. Θα πρέπει να είναι πανέμορφη από ότι λένε όλοι, αλλά τι ωφελεί τόση ομορφιά αν είναι πάντοτε κλεισμένη στο χάλκινο παλάτι. Δεν θα μπορούσα να την δω καθόλου; Παίρνει τότε τον αναπτήρα και χτυπάει την πέτρα. Αμέσως ήρθε ο σκύλος με τα μάτια που ήταν μεγάλα σαν τα φλιτζάνια του τσαγιού.
«Αν και είναι μεσάνυχτα» λέει ο στρατιώτης «αλλά λαχταρώ να δω την πριγκίπισσα, έστω και για μία μόνο στιγμή!»
Ο σκύλος χίμηξε έξω από την πόρτα και πριν προλάβει να σκεφτεί οτιδήποτε ο στρατιώτης τον είδε να επιστρέφει με την πριγκίπισσα. Η πριγκίπισσα καθόταν κοιμισμένη στην πλάτη του σκύλου και ήταν τόσο όμορφη που ο καθένας μπορούσε να καταλάβει ότι ήταν μια πραγματική πριγκίπισσα.
O
στρατιώτης σαν πραγματικός στρατιώτης που ήταν δεν μπορούσε να κάνει
αλλιώς και έσκυψε να φυλήσει την πριγκίπισσα. Ο σκύλος επέστρεψε μαζί με
την πριγκίπισσα.
Το πρωί όταν η πριγκίπισσα καθόταν με τον βασιλιά και τη βασίλισσα στο
τραπέζι είπε στους γονείς της ότι είδε ένα πολύ όμορφο όνειρο με έναν
σκύλο και έναν στρατιώτη. Αυτή είχε καβαλήσει πάνω στον σκύλο και ο
στρατιώτης την φύλλισε.
«Ωραία ιστορία» είπε ενοχλημένη η βασίλισσα.
Έτσι την επόμενη μέρα θα έπρεπε μία από τις κυρίες της αυλής, η
μεγαλύτερη και η πιο έμπιστη, να σταθεί στο πλάι του κρεβατιού της
πριγκίπισσας κατά την διάρκεια της νύχτας ώστε να διαπιστώσουν αν είναι
κάποιο όνειρο ή κάτι άλλο.
Την επόμενη μέρα ο στρατιώτης είχε νοσταλγήσει την πανέμορφη πριγκίπισσα
και έτσι έστειλε τον σκύλο να του φέρει την πριγκίπισσα. Η κυρία της
αυλής όμως έβαλε τις γαλότσες της και έτρεχε ξωπίσω από τον σκύλο. Αφού
τους είδε να εξαφανίζονται σε ένα μεγάλο σπίτι σκέφτηκε: «τώρα ξέρω που
είναι» και σχεδίασε έναν μεγάλο σταυρό με κιμωλία πάνω στην πόρτα. Μετά
πήγε στο σπίτι και ξάπλωσε πάλι, και ο σκύλος επέστρεψε και αυτός μαζί
με την πριγκίπισσα. Όταν όμως ο σκύλος είδε ότι στην πόρτα που έμενε ο
στρατιώτης υπήρχε ένας σταυρός, πήρε και αυτός ένα κομμάτι κιμωλία και
σχεδίασε έναν σταυρό όλες τις πόρτες της πόλης. Με αυτή την έξυπνη
κίνηση η κυρία της αυλής δεν θα μπορούσε να αναγνωρίσει ποια είναι η
σωστή πόρτα.
Το πρωί έφτασαν στη πόλη ο Βασιλιάς, η Βασίλισσα και όλοι οι αξιωματικοί για να δουν που είχε βρεθεί η πριγκίπισσα.
«Εκεί είναι» είπε ο βασιλιάς, όταν είδε την πρώτη πόρτα με τον σταυρό.
«Όχι, εκεί είναι άντρα μου!» είπε η βασίλισσα, όταν είδε την δεύτερη πόρτα με τον σταυρό.
«Αλλά και εδώ έχει έναν, και άλλος και άλλος» φώναζαν όλοι καθώς σε όλες
τις πόρτες υπήρχαν σταυροί. Τότε κατάλαβαν ότι όσο και να έψαχναν δεν
θα μπορούσαν να βρούνε την σωστή πόρτα.
Αλλά η βασίλισσα ήταν μια πολλή έξυπνη γυναίκα η οποία ήταν ικανή για
πολλά περισσότερα από το να συνοδεύει τον βασιλιά στην άμαξα. Πήρε το
μεγάλο της ψαλίδι, έκοψε ένα κομμάτι μεταξωτό ύφασμα σε μικρά κομμάτια
με τα οποία έφτιαξε ένα όμορφο πουγκί. Το πουγκί το γέμισε με σούπα
δημητριακών και το έδεσε στην πλάτη της πριγκίπισσας. Στη συνέχεια έκανε
μία μικρή τρύπα στο πουγκί ώστε όπου πήγαινε η πριγκίπισσα να χύνεται
λίγη από την σούπα και να αφήνει το ίχνος της.
Το βράδυ ξαναήρθε ο σκύλος, πήρε την πριγκίπισσα στην πλάτη του και την
πήγε στον στρατιώτη. Τόσο πολύ αγαπούσε ο στρατιώτης την πριγκίπισσα που
ευχόταν να ήταν πρίγκιπας ώστε να την πάρει για γυναίκα του.
Ο σκύλος δεν κατάλαβε ότι έχυνε την σούπα στον δρόμο από το παλάτι μέχρι
το παράθυρο του στρατιώτη, όπου ανέβηκε σκαρφαλώνοντας τον τοίχο μαζί
με την πριγκίπισσα. Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς και η βασίλισσα είδαν
που ακριβώς βρισκόταν την νύχτα η κόρη τους. Έτσι διέταξαν τους
ακολούθους τους να πάρουν τον στρατιώτη και να τον ρίξουν στα
μπουντρούμια.
Μέσα στα σκοτάδια στεκόταν λοιπόν ο στρατιώτης και δεν είχε τι να κάνει
και εκτός αυτού του λέγανε: «Αύριο θα σε κρεμάσουν». Δεν του ήταν
καθόλου ευχάριστο ενώ και τον αναπτήρα που θα μπορούσε να τον βοηθήσει
του τον είχε ξεχάσει στο πανδοχείο. Όταν ξημέρωσε είδε μέσα από τις
σιδερένιες βέργες του μικρού παραθύρου ότι το πλήθος έφτανε στην πόλη
για να δει πως θα τον κρεμάσουνε. Άκουγε τα τύμπανα και είδε τους
στρατιώτες να φτάνουν με βηματισμό. Όλοι οι άνθρωποι βρισκόταν στο
δρόμο, και εκεί ήταν και το παιδί που βοηθούσε τον παπουτσή το οποίο
έτρεχε τόσο πολύ που του έφυγε η παντόφλα και χτύπησε τον τοίχο στον
οποίο ήταν το παράθυρο μέσα από το οποίο κοιτούσε ο στρατιώτης.
«Ε, εσύ παιδί του παπουτσή! Μη βιάζεσαι τόσο έτσι και αλλιώς αν δεν πάω
εγώ δεν θα μπορέσεις να δεις τίποτε! Αλλά αν θέλεις να βγάλεις τέσσερα
γρόσια τότε τρέχα στο μέρος που έμενα και φέρε μου τον αναπτήρα μου!
Αλλά θα πρέπει να πας πολύ γρήγορα για να με προλάβεις. Το παιδί ήθελε
πάρα πολύ να κερδίσει τα τέσσερα γρόσια και έτρεξε σαν αστραπή και του
έφερε τον αναπτήρα.
Έξω στην είσοδο της πόλης ήταν χτισμένη μια κρεμάλα. Γύρω γύρω στεκόταν
στρατιώτες και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες. Ο βασιλιάς και η
βασίλισσα καθόταν πάνω σε έναν πολυτελέστατο θρόνο απέναντι από τους
δικαστές και όλους τους συμβούλους.
Ο στρατιώτης ήταν ήδη πάνω στην σκάλα της κρεμάλας, αλλά όταν θέλησαν αν
του βάλουν την θηλιά στο λαιμό, είπε ότι σε κάθε ένοχο επιτρέπεται μία
τελευταία αθώα επιθυμία πριν εκτελέσουν την ποινή του. Ήθελε να καπνίσει
μία πίπα με καπνό καθώς θα ήταν η τελευταία που θα κάπνιζε σε τούτο τον
κόσμο.
Αυτήν την επιθυμία δεν ήθελε να την αρνηθεί ο βασιλιάς και έτσι ο
στρατιώτης πήρε τον αναπτήρα του και χτύπησε την πέτρα μία, δύο και
τρεις φορές! Τότε εμφανίστηκαν και τα τρία σκυλιά, το ένα με τα μάτια
που ήταν μεγάλα σαν φλιτζάνια του τσαγιού, το δεύτερο που είχε μάτια
μεγάλα σαν μυλόπετρες και το τρίτο το οποίο είχε μάτια μεγάλα σαν τον
πύργο της Κοπεγχάγης.
«Βοηθήστε με λοιπόν ώστε να μη με κρεμάσουν!» λέει τότε ο στρατιώτης,
και οι σκύλοι όρμησαν πάνω στους δικαστές και σε όλο το συμβούλιο,
άρπαξαν τον έναν από τα πόδια, τον άλλον από την μύτη και τους πετούσαν
ψηλά στον αέρα, έτσι ώστε όταν έπεφταν στο έδαφος σκορπούσαν σε
κομματάκια.
«Δεν θέλω» είπε ο βασιλιάς, αλλά ο μεγαλύτερος σκύλος τον άρπαξε μαζί με
την βασίλισσα και τους πέταξε μαζί με όλους τους υπόλοιπους. Τότε οι
στρατιώτες τρόμαξαν και ο λαός φώναζε: «Αγαπητέ στρατιώτη, εσύ θα πρέπει
να γίνεις ο βασιλιάς μας και να πάρεις την όμορφη πριγκίπισσα μας!»
Τότε έβαλαν τον στρατιώτη στην άμαξα του βασιλιά, οι τρεις σκύλοι
χόρευαν εμπρός και φώναζαν «Ζήτω» και τα αγόρια σφύριζα με τα δάχτυλά
τους και οι στρατιώτες παρουσίαζαν τα όπλα τους σε ένδειξη σεβασμού. Η
πριγκίπισσα βγήκε από το χάλκινο παλάτι και έγινε βασίλισσα πράγμα το
οποίο της άρεσε ιδιαίτερα. Ο γάμος κράτησε οχτώ μέρες και οι σκύλοι
κάθισαν στο τραπέζι και είχαν ορθάνοικτα τα μάτια τους.
Οι φωτογραφίες πάρθηκαν από την ιστοσελίδα του "The Project Gutenberg"
Πηγή : http://paramithakia.blogspot.com/2011/10/blog-post.html
Πηγή: https://urylosmyuosparamyuiomiros1957.blogspot.com/2022/10/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος 2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου