Μιαν βολάν τζ΄έναν καιρόν, ένας δράκος κακός και πονηρός, φύλαγε την
πηγή και δεν άφηνε το νερό να τρέξει να ποτίσει το χωριό. Εξεράναν οι
τόποι κι εστραγκίσαν οι βρύσες και οι λάκκοι. Oι άνθρωποι και τα δεντρά
περνούσαν δυστυχίαν μεγάλην.
Οι χωριανοί έτρεμαν τον δράκον γι’ αυτό και ό,τι τους εζήτα του το έκαναν, μα και πάλι ο δράκος όλο παραπάνω ήθελεν.
Μια μέρα, τράβηξε η όρεξη του να φάει τη ζωή έξι λεβέντηδων και μιας κοπέλας. Έπεψεν* μυνήματα και χαμπάρια, πως αν δεν του κάμναν το θέλημα του δεν θα άφηνε το νερό να τρέξει.
Όταν τ΄ άκουσε το μαύρο μαντάτο η μάνα της λυγερής, ότι προορίζαν το παιδί της για τα δόντια του θηρίου, ήθελε να πεθάνει από τον καημό της. Επήγεν ο μουχτάρης* με το δάσκαλο και εξηγήσαν της μάνας της λυγερής πως το θηρίο δέν ήθελε να την φάει. Ήθελε την της είπαν για παρέα και πως άμα του πέρναγε η μοναξιά, η λυγερή θα ερχόταν πάλε πίσω.
Η μάνα της λυγερής που εκτιμούσε τη γνώμη και του δασκάλου και του μουχτάρη, τους άκουσε για το καλό του χωριού.
Κατά τη δύση του ηλίου, ακούστηκε ένας κρότος από τη μεριά του βουνού. Εσειστήκαν οι ουρανοί, εσειστήκαν και οι καμινάδες. Τότε το νερόν ήρτεν ορμητικό και χορτάσαν νερό ούλοι οι χωριανοί, και τα χτηνά*, και τα δεντρά.
Η μάνα, εκαρτέρα την λυγερή να’ ρθει πριν να πιει νερό, μα η λυγερή δεν φάνηκε. Πήγε ο μουχτάρης να την παρηγορήσει:
− Πάψε να κλαίς ορή και η λυγερή περνά καλά εκεί που πήγε. Αγάπησε το θεριό κι έμεινε μαζί του. Ζει μες το παλάτι του ευτυχισμένη.
Η μάνα δεν έβγαλε μιλιά. Από τότε τα δάκρυα της τα φυλάει και τα κάμνει κόμπο. Τα αφήνει μόνο να τρέξουν μες την ρίζα μιας πικροδάφνης που φύτεψε για να θυμάται το παιδί της.
Οι χωριανοί ούλοι ακούσαν την ιστορίαν, μα κανένας δεν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πως η λυγερή, όταν είδε το θεριόν εφοβήθηκεν κι ανέβηκε στην κορφή ενός κυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θεριόν την κατάλαβε μα έκαμε πως εν την είδε. Έχασαν πρώτα την ζωήν τους οι έξι νέοι. Τα κορμιά τους τα άφηκε εκεί κατάχαμα. Μετά εφύσησε τη φωτιάν του προς την κορυφή του κυπαρισσιού και έριξεν την λυγερή κάτω σαν το πουλί το πετούμενο. Τρεις πιθαμές πριν να φτάσει το κορμί της στο χώμα, εμφανίστηκε ένας αϊτός κι άρπαξε την ψυχή της και την εγλύτωσεν από το θεριόν. Το κορμί της έμεινεν κια χαμαί με τα κορμιά των νέων. Ο αετός πέταξε κι εχάθηκε πάνω στα βουνά. Από την ημέρα εκείνη, νιώθει η ψυχή του ότι νιώθει και η ψυχή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά αποστρέφουνται* την αδικία και το ψέμα, για κείνο και ο αετός δεν ξανακατέβηκε πια εις το χωριό.
Τριάντα δυο χρόνους ύστερα, ο αετός ήρθε στον ύπνο μιας γειτόνισσας που ήξερε την ιστορία. Πρωί – πρωί πήγε αυτή βιαστική στη μάνα της Λυγερής:
− Το παιδί σου γειτόνισσα πετά πάνω στις κορφές των βουνών. Εκεί που η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού ανασταίνουν και καθαρίζουν τον αέρα, την πονηριά και την κακία του κόσμου. Ήρθεν εψές εις τον ύπνο μου και είπε μου να σου πω να ποτίζεις την πικροδάφνη που φύτεψες εις τ΄όνομα της και τα νυφικά που της έραψες είπε να τα φυλάξεις και να τα δωρίσεις στην πρώτη κοπέλα που θα στεφανωθεί άμα απελευτερωθεί το χωριό μας από τον δράκο.
Άμα κι΄άκουσεν το μήνυμα, η μάνα της λυγερής άρχισε να αμφιβάλει. Όπως και να τα έφερνε μες τον νου της, η ιστορία δεν ταίριαζε. Από την άλλη, πώς μπορούσε ο δάσκαλος και ο μουχτάρης να της λαλούν ψέματα; Τους ήξερε από τον καιρό που ΄ταν μωρά, κι ήταν πάντα άνθρωποι έντιμοι. Μιαν του ψεύτη δυο του κλέφτη βρέθηκε εις του μουχτάρη.
− Κύριε κοινοτάρχη, ήρθα να σου ζητήσω νέα για το παιδί μου. Είπες μου ότι το χωριόν ήθελε να την στείλει για συντροφιά του θεριού. Είπες μου ότι μόλις του επέρνα η μοναξιά, θα την άφηνε να ΄ρτει πάλε πίσω. Έχει τριανταδυό χρόνους τώρα τούτη η κουβέντα.
−Μα αφού σου είπα, πως η κόρη σου ερωτεύτηκε το δράκο, κι αποφάσισε να μείνει μαζί του. Τι μπορώ να κάμω εγώ ο κακορίζικος;
− Όπως την έστειλες να πάεις να τη φέρεις.
− Χωρίς τη θέλησή του εγώ το πλάσμα δεν μπορώ να το αναγκάσω.
− Καλά κύριε μουχτάρη, είπε η μάνα της λυγερής κι έφυγε.
Εκείνο που ΄θελεν να μάθει η μάνα το έμαθε. Σάν καθόταν ομπρός από το γραφείο του μουχτάρη, έριξεν το τσακμάκιν του χαμέ, τάχα που απροσεξίαν. Άμα εκείνος έσκυψεν να το πιάσει, σηκώθηκε το ποηνάριν* του παντελονιού του, κι εφάνηκεν η πέτσα του ποδιού του. Αντί να ‘χει τρίχες είχε λέπια. "Τον αθεόφοβο", εσκέφτηκεν. "Ποιος εν τούτος ο δράκος που εκατοίκησεν το κορμί του μουχτάρη μας; Και τον πραγματικόν μας μουχτάρη; Τι τον έκαμε; Πρέπει να πάω να ελέγξω και τον δάσκαλο".
− Ώρα καλή σου δάσκαλε.
− Καλώς την. Τι γίνεσαι; Περάστε.
− Ευχαριστώ τον γιε μου, ήθελα να μου πεις τι ώρα είναι.
Όσον κι εψήλωσεν το μανίκι του ο δάσκαλος να δει την ώρα, η μάνα της Λυερής παρατήρησε τα λέπια πάνω στο μπράτσο του.
− Έντεκα και μισή θεία.
− Ευχαριστώ γιε μου. Ο θεός να σου δώκει εκείνο που αξίζεις.
− Ευχαριστώ θειούλα μου.
"Κείνο που αξίζεις δράκο μασκαρά θα σου το δώκω εγώ", σκέφτηκε η μάνα της Λυγερής από μέσα της.
Μιαν του κλέφτη, δυο του μασκαρά, τρεις και η κακή του μέρα θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της. ΄Ηταν μια γερόντισσα αποκαμωμένη από τα βάσανα της ζωής.
− Μάνα! Θέλω να μου πεις το παραμύθιν της μαντούς που εσκότωσεν τους εκατόν έναν δράκους.
− Μα κόρη μου που το θυμήθηκες τώρα στα γεράματα σου; Το έλεγα της Λυγερής μας όταν ήταν μωρό. Κάτσε, πιάσε ένα σκαμνί και έλα κάτσε δίπλα μου να σου τω πω.
Μόλις είπε η κοκιάκαρού μιαν βολάν, η μάνα της λυγερής θυμήθηκε την τέχνη της μαντούς. Όστι να πει κι έναν καιρόν, εβρέθην εις την πόρτα του μουχτάρη.
− Πάλι ήρθες;
− Άκου να δεις κύριε μουχτάρη. Ξέρεις πόσον σε υπολογίζω
− Ξέρω ξέρω, λαλεί ο μουχτάρης κορδωτός*.
− Ξέρεις ακόμα, πως η στετέ μου ήτουν μάϊσσα, κι έκαμνεν γιατροσόφκια με τα φυτά.
− Ποιος δεν το ξέρει, λαλεί ο μουχτάρης.
− Μες το σεντούκι που μας άφηκε, ήβρα την συνταγή του φαρμάκου της αθανασίας. Εσκέφτηκα ότι τέτοιο καλό μουχτάρη που ΄χουμε, αν τον λούσω με το ζουμί της αθανασίας, το χωριό μας θα τον έχει για πάντα.
− Ου Παναΐα μου, τι τύχη είν’ αυτή που με ήβρε! Πες μου γλήγορα τι πρέπει να κάμω!
− Θέλω να μου φέρεις έναν χαρτζί με γάλα και έναν χαρτζί με πίσσα.
Βουρητός ο μουχτάρης της τα έφερε.
− Τωρά θέλω να μου φέρεις άλλο ένα χαρτζί με γάλα και άλλο ένα χαρτζί με πίσσαν.
΄Εφερεν της τα και κι κείνα ο μουχτάρης.
Έβαλεν τα χαρτιά πάνω στη φωτιά, και έτσι σαν εξιλόϊζεν τον μουχτάρην με τα λοούθκια της, κι εκόνιζεν τον πως εν να γινεί αθάνατος, εχαμήλωσεν την φωτιά στα δυο χαρτιά, κι εψήλωσεν την στα άλλα δυο. Περίμενε καμπόση ώρα και του λέει:
− Θα γεμώσω μιαν βάτταν με γάλα και μιαν βάτταν με πίσσα. Να βάλεις το δαχτίλι σου μέσα και να μου πεις αν η βράση* είναι καλή. Αν σου κάμνει, θα σε λούσω μια πρώτη στρώση από το ζουμί της αθανασίας. Κατόπιν θα κλείσεις τα μάτια σου, και όσο πιο γλήγορα γίνεται, θα σε λούσω και με την δεύτερη. Εκείνη που θα σου δώκει την αιώνια ζωή.
Βάζει το δαχτίλι του ο μουχτάρης μες την βάτταν με το γάλα και ήβρεν τη βράση ότι πρέπει.
− Χάτε κόρη! Βάλε ομπρός.
Έλουσεν του πρώτα μιαν βάτταν με πίσσα λιωμένη και μιαν βάτταν με γάλα ζεστό.
− Άντε κόρη, έκλεισα και τα μάτια μου. Τέλειωνε γλήγορα τη δουλειά.
Πιάνει η μάνα μια βάττα πίσσα χογλαστή και μιαν βάτταν γάλα χογλαστό, λούζει τον ψευτομουχτάρη και τον ζεμάτισε. Κάμνει τα ρούχα του πάνω, τι να δει; Ένα δράκο μασκαρεμένο με την φορεσιά, με την καλοσύνη και με την εντιμότητα του μουχτάρη.
"Άβρα τινί", λαλεί του η μάνα, και μιαν του μασκαρά, δυο του μουχτάρη, εβρέθην εις του δάσκαλου. Αφού και κείνος ήταν που την ίδιαν πάστα, εν ήταν δύσλολον να του κάμει την ίδιαν τέγνην. Μόλις άκουσε για αθανασία εσιάστησεν σαν το μωρό.
Άμαν ετέλειωσεν την δουλειά, έπιασεν τα κορμιά τους δράκους και πήρε τα στην εκκλησιά. Έπαιξεν την καμπάνα κι εσύναξε τους χωριανούς ούλους.
− Έτους κιαμέ και πιάστε τους. Είχαμε τόσα χρόνια τα θεριά μέσα μας κι δεν το πήρε κανένας μας χαμπάρι; Τον πραγματικό μουχτάρη και τον πραγματικό δάσκαλο εφάαν τους, όπως εφάαν και τους παίθκιους που τους εμπιστευτήκαμε. Τώρα ποιος θε να πάει να σκοτώσει το θεριό που μας κρατεί το νερό και δεν το αφήνει να τρέξει;
− Το τρέμετε α! Το φοβάστε ε!. Θα πάω εγώ βρε. Μια κοκιάκαρη* γυναίκα. Θα πάω να πάρω πίσω την ψυχή του παιδιού μου.
Μια του μουχτάρη, δυο του φοβιτσιάρη, βρέθηκε η κακόμοιρη στην πηγή. Μόλις έφτασε ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν που το φόβο της. Ελαλούσαν στον χωριό πως πάνω εις την ράχη του θεριού εκακκαρίζαν περτίκια. Και μόνον έναν δόντι του εγέμιζε ένα κάρο, και πως τ΄άνοιμα του ρουθουνιού του ήταν ίσια με την καμάρα του σπιτιού του δίχωρου.
"Πως να μπορέσω πλάστη μου με μιαν πιθαμή μαχαίρι ν’ αποτελειώσω έτσι θηρίον δρακουντεμένον;" Οο Θεός την άκουσε, κι ακούστηκε μια φωνή που τον ουρανό να της λαλεί:
− Να πιάσεις μολύβι και χαρτί και να γράψεις πάνω τους φόβους σου. Κατόπιν να πιάσεις το χτένι που τα μαλλιά σου, να το τρίψεις σαν την τσακμακόπετρα πάνω στο γρανίτη, και ν’ ανάψεις το χαρτί. Αν δεν τους πολεμήσεις έτσι τους φόβους σου ούλους, ο δράκος δεν θα λείψει που τον κόσμο.
Όπως της είπε η φωνή έκαμε. Μόλις το χαρτί γίνηκε στάχτη έγινε και ο φόβος της κορνιαχτός, κι έφυγε κι ο δράκος που μέσα που την κατάτρωε.
Εβούρησεν εις το χωριόν. Μια του φοβιτσιάρη, δυο του ατρόμητου, βρέθηκε στην αυλή της εκκλησιάς. Εστήσαν βιολιά και λαούτα, κι εχόρευαν έξι μέρες κι έξι νύχτες. Και την έκτη ημέρα εστεφανώσαν και την πεντάμορφην με το νέο π' αγάπα και της φορέσαν το νυφικό της λυγερής.
Που τότε, ήξεραν ποιον, πως άμα δεν έρχόταν το νερό, ήταν που δεν έβρεχεν, κι όχι πως το κράταεν ένας δράκος. Και κάμναν οικονομία στο νερό για να ΄χουν και κείνοι και τα παιδιά τους.
Εζήσαν έτσι τζείνοι καλά, κι μεις καλύτερα.
Λεξιλόγιο: Έπεψεν= έστειλε
Μουχτάρης= Κοινοτάρχης
χαρτζί =δοχείο
αποστρέφουνται= απεχθάνονται, αντιπαθούν
κοκιάκαρη= ταλαίπωρη, κακόμοιρη, δύσμοιρη
έπαιξεν την καμπάνα =χτύπησε την καμπάνα
εβούρησεν= έτρεξε ασυγκράτητη
ποηνάρι= πατζάκι, το κάτω μέρος του παντελονιού
κορδωτός= καμαρωτός
βράση= θερμοκρασία.
Μια μέρα, τράβηξε η όρεξη του να φάει τη ζωή έξι λεβέντηδων και μιας κοπέλας. Έπεψεν* μυνήματα και χαμπάρια, πως αν δεν του κάμναν το θέλημα του δεν θα άφηνε το νερό να τρέξει.
Όταν τ΄ άκουσε το μαύρο μαντάτο η μάνα της λυγερής, ότι προορίζαν το παιδί της για τα δόντια του θηρίου, ήθελε να πεθάνει από τον καημό της. Επήγεν ο μουχτάρης* με το δάσκαλο και εξηγήσαν της μάνας της λυγερής πως το θηρίο δέν ήθελε να την φάει. Ήθελε την της είπαν για παρέα και πως άμα του πέρναγε η μοναξιά, η λυγερή θα ερχόταν πάλε πίσω.
Η μάνα της λυγερής που εκτιμούσε τη γνώμη και του δασκάλου και του μουχτάρη, τους άκουσε για το καλό του χωριού.
Κατά τη δύση του ηλίου, ακούστηκε ένας κρότος από τη μεριά του βουνού. Εσειστήκαν οι ουρανοί, εσειστήκαν και οι καμινάδες. Τότε το νερόν ήρτεν ορμητικό και χορτάσαν νερό ούλοι οι χωριανοί, και τα χτηνά*, και τα δεντρά.
Η μάνα, εκαρτέρα την λυγερή να’ ρθει πριν να πιει νερό, μα η λυγερή δεν φάνηκε. Πήγε ο μουχτάρης να την παρηγορήσει:
− Πάψε να κλαίς ορή και η λυγερή περνά καλά εκεί που πήγε. Αγάπησε το θεριό κι έμεινε μαζί του. Ζει μες το παλάτι του ευτυχισμένη.
Η μάνα δεν έβγαλε μιλιά. Από τότε τα δάκρυα της τα φυλάει και τα κάμνει κόμπο. Τα αφήνει μόνο να τρέξουν μες την ρίζα μιας πικροδάφνης που φύτεψε για να θυμάται το παιδί της.
Οι χωριανοί ούλοι ακούσαν την ιστορίαν, μα κανένας δεν ετόλμησεν να την πει της μάνας. Ελαλούσαν πως η λυγερή, όταν είδε το θεριόν εφοβήθηκεν κι ανέβηκε στην κορφή ενός κυπαρισσιού να γλυτώσει. Τo θεριόν την κατάλαβε μα έκαμε πως εν την είδε. Έχασαν πρώτα την ζωήν τους οι έξι νέοι. Τα κορμιά τους τα άφηκε εκεί κατάχαμα. Μετά εφύσησε τη φωτιάν του προς την κορυφή του κυπαρισσιού και έριξεν την λυγερή κάτω σαν το πουλί το πετούμενο. Τρεις πιθαμές πριν να φτάσει το κορμί της στο χώμα, εμφανίστηκε ένας αϊτός κι άρπαξε την ψυχή της και την εγλύτωσεν από το θεριόν. Το κορμί της έμεινεν κια χαμαί με τα κορμιά των νέων. Ο αετός πέταξε κι εχάθηκε πάνω στα βουνά. Από την ημέρα εκείνη, νιώθει η ψυχή του ότι νιώθει και η ψυχή των πλασμάτων. Μα τα πουλιά αποστρέφουνται* την αδικία και το ψέμα, για κείνο και ο αετός δεν ξανακατέβηκε πια εις το χωριό.
Τριάντα δυο χρόνους ύστερα, ο αετός ήρθε στον ύπνο μιας γειτόνισσας που ήξερε την ιστορία. Πρωί – πρωί πήγε αυτή βιαστική στη μάνα της Λυγερής:
− Το παιδί σου γειτόνισσα πετά πάνω στις κορφές των βουνών. Εκεί που η μυρωδιά του σκίνου και του θυμαριού ανασταίνουν και καθαρίζουν τον αέρα, την πονηριά και την κακία του κόσμου. Ήρθεν εψές εις τον ύπνο μου και είπε μου να σου πω να ποτίζεις την πικροδάφνη που φύτεψες εις τ΄όνομα της και τα νυφικά που της έραψες είπε να τα φυλάξεις και να τα δωρίσεις στην πρώτη κοπέλα που θα στεφανωθεί άμα απελευτερωθεί το χωριό μας από τον δράκο.
Άμα κι΄άκουσεν το μήνυμα, η μάνα της λυγερής άρχισε να αμφιβάλει. Όπως και να τα έφερνε μες τον νου της, η ιστορία δεν ταίριαζε. Από την άλλη, πώς μπορούσε ο δάσκαλος και ο μουχτάρης να της λαλούν ψέματα; Τους ήξερε από τον καιρό που ΄ταν μωρά, κι ήταν πάντα άνθρωποι έντιμοι. Μιαν του ψεύτη δυο του κλέφτη βρέθηκε εις του μουχτάρη.
− Κύριε κοινοτάρχη, ήρθα να σου ζητήσω νέα για το παιδί μου. Είπες μου ότι το χωριόν ήθελε να την στείλει για συντροφιά του θεριού. Είπες μου ότι μόλις του επέρνα η μοναξιά, θα την άφηνε να ΄ρτει πάλε πίσω. Έχει τριανταδυό χρόνους τώρα τούτη η κουβέντα.
−Μα αφού σου είπα, πως η κόρη σου ερωτεύτηκε το δράκο, κι αποφάσισε να μείνει μαζί του. Τι μπορώ να κάμω εγώ ο κακορίζικος;
− Όπως την έστειλες να πάεις να τη φέρεις.
− Χωρίς τη θέλησή του εγώ το πλάσμα δεν μπορώ να το αναγκάσω.
− Καλά κύριε μουχτάρη, είπε η μάνα της λυγερής κι έφυγε.
Εκείνο που ΄θελεν να μάθει η μάνα το έμαθε. Σάν καθόταν ομπρός από το γραφείο του μουχτάρη, έριξεν το τσακμάκιν του χαμέ, τάχα που απροσεξίαν. Άμα εκείνος έσκυψεν να το πιάσει, σηκώθηκε το ποηνάριν* του παντελονιού του, κι εφάνηκεν η πέτσα του ποδιού του. Αντί να ‘χει τρίχες είχε λέπια. "Τον αθεόφοβο", εσκέφτηκεν. "Ποιος εν τούτος ο δράκος που εκατοίκησεν το κορμί του μουχτάρη μας; Και τον πραγματικόν μας μουχτάρη; Τι τον έκαμε; Πρέπει να πάω να ελέγξω και τον δάσκαλο".
− Ώρα καλή σου δάσκαλε.
− Καλώς την. Τι γίνεσαι; Περάστε.
− Ευχαριστώ τον γιε μου, ήθελα να μου πεις τι ώρα είναι.
Όσον κι εψήλωσεν το μανίκι του ο δάσκαλος να δει την ώρα, η μάνα της Λυερής παρατήρησε τα λέπια πάνω στο μπράτσο του.
− Έντεκα και μισή θεία.
− Ευχαριστώ γιε μου. Ο θεός να σου δώκει εκείνο που αξίζεις.
− Ευχαριστώ θειούλα μου.
"Κείνο που αξίζεις δράκο μασκαρά θα σου το δώκω εγώ", σκέφτηκε η μάνα της Λυγερής από μέσα της.
Μιαν του κλέφτη, δυο του μασκαρά, τρεις και η κακή του μέρα θυμήθηκε τα λόγια της μάνας της. ΄Ηταν μια γερόντισσα αποκαμωμένη από τα βάσανα της ζωής.
− Μάνα! Θέλω να μου πεις το παραμύθιν της μαντούς που εσκότωσεν τους εκατόν έναν δράκους.
− Μα κόρη μου που το θυμήθηκες τώρα στα γεράματα σου; Το έλεγα της Λυγερής μας όταν ήταν μωρό. Κάτσε, πιάσε ένα σκαμνί και έλα κάτσε δίπλα μου να σου τω πω.
Μόλις είπε η κοκιάκαρού μιαν βολάν, η μάνα της λυγερής θυμήθηκε την τέχνη της μαντούς. Όστι να πει κι έναν καιρόν, εβρέθην εις την πόρτα του μουχτάρη.
− Πάλι ήρθες;
− Άκου να δεις κύριε μουχτάρη. Ξέρεις πόσον σε υπολογίζω
− Ξέρω ξέρω, λαλεί ο μουχτάρης κορδωτός*.
− Ξέρεις ακόμα, πως η στετέ μου ήτουν μάϊσσα, κι έκαμνεν γιατροσόφκια με τα φυτά.
− Ποιος δεν το ξέρει, λαλεί ο μουχτάρης.
− Μες το σεντούκι που μας άφηκε, ήβρα την συνταγή του φαρμάκου της αθανασίας. Εσκέφτηκα ότι τέτοιο καλό μουχτάρη που ΄χουμε, αν τον λούσω με το ζουμί της αθανασίας, το χωριό μας θα τον έχει για πάντα.
− Ου Παναΐα μου, τι τύχη είν’ αυτή που με ήβρε! Πες μου γλήγορα τι πρέπει να κάμω!
− Θέλω να μου φέρεις έναν χαρτζί με γάλα και έναν χαρτζί με πίσσα.
Βουρητός ο μουχτάρης της τα έφερε.
− Τωρά θέλω να μου φέρεις άλλο ένα χαρτζί με γάλα και άλλο ένα χαρτζί με πίσσαν.
΄Εφερεν της τα και κι κείνα ο μουχτάρης.
Έβαλεν τα χαρτιά πάνω στη φωτιά, και έτσι σαν εξιλόϊζεν τον μουχτάρην με τα λοούθκια της, κι εκόνιζεν τον πως εν να γινεί αθάνατος, εχαμήλωσεν την φωτιά στα δυο χαρτιά, κι εψήλωσεν την στα άλλα δυο. Περίμενε καμπόση ώρα και του λέει:
− Θα γεμώσω μιαν βάτταν με γάλα και μιαν βάτταν με πίσσα. Να βάλεις το δαχτίλι σου μέσα και να μου πεις αν η βράση* είναι καλή. Αν σου κάμνει, θα σε λούσω μια πρώτη στρώση από το ζουμί της αθανασίας. Κατόπιν θα κλείσεις τα μάτια σου, και όσο πιο γλήγορα γίνεται, θα σε λούσω και με την δεύτερη. Εκείνη που θα σου δώκει την αιώνια ζωή.
Βάζει το δαχτίλι του ο μουχτάρης μες την βάτταν με το γάλα και ήβρεν τη βράση ότι πρέπει.
− Χάτε κόρη! Βάλε ομπρός.
Έλουσεν του πρώτα μιαν βάτταν με πίσσα λιωμένη και μιαν βάτταν με γάλα ζεστό.
− Άντε κόρη, έκλεισα και τα μάτια μου. Τέλειωνε γλήγορα τη δουλειά.
Πιάνει η μάνα μια βάττα πίσσα χογλαστή και μιαν βάτταν γάλα χογλαστό, λούζει τον ψευτομουχτάρη και τον ζεμάτισε. Κάμνει τα ρούχα του πάνω, τι να δει; Ένα δράκο μασκαρεμένο με την φορεσιά, με την καλοσύνη και με την εντιμότητα του μουχτάρη.
"Άβρα τινί", λαλεί του η μάνα, και μιαν του μασκαρά, δυο του μουχτάρη, εβρέθην εις του δάσκαλου. Αφού και κείνος ήταν που την ίδιαν πάστα, εν ήταν δύσλολον να του κάμει την ίδιαν τέγνην. Μόλις άκουσε για αθανασία εσιάστησεν σαν το μωρό.
Άμαν ετέλειωσεν την δουλειά, έπιασεν τα κορμιά τους δράκους και πήρε τα στην εκκλησιά. Έπαιξεν την καμπάνα κι εσύναξε τους χωριανούς ούλους.
− Έτους κιαμέ και πιάστε τους. Είχαμε τόσα χρόνια τα θεριά μέσα μας κι δεν το πήρε κανένας μας χαμπάρι; Τον πραγματικό μουχτάρη και τον πραγματικό δάσκαλο εφάαν τους, όπως εφάαν και τους παίθκιους που τους εμπιστευτήκαμε. Τώρα ποιος θε να πάει να σκοτώσει το θεριό που μας κρατεί το νερό και δεν το αφήνει να τρέξει;
− Το τρέμετε α! Το φοβάστε ε!. Θα πάω εγώ βρε. Μια κοκιάκαρη* γυναίκα. Θα πάω να πάρω πίσω την ψυχή του παιδιού μου.
Μια του μουχτάρη, δυο του φοβιτσιάρη, βρέθηκε η κακόμοιρη στην πηγή. Μόλις έφτασε ένιωθε τα πόδια της να τρέμουν που το φόβο της. Ελαλούσαν στον χωριό πως πάνω εις την ράχη του θεριού εκακκαρίζαν περτίκια. Και μόνον έναν δόντι του εγέμιζε ένα κάρο, και πως τ΄άνοιμα του ρουθουνιού του ήταν ίσια με την καμάρα του σπιτιού του δίχωρου.
"Πως να μπορέσω πλάστη μου με μιαν πιθαμή μαχαίρι ν’ αποτελειώσω έτσι θηρίον δρακουντεμένον;" Οο Θεός την άκουσε, κι ακούστηκε μια φωνή που τον ουρανό να της λαλεί:
− Να πιάσεις μολύβι και χαρτί και να γράψεις πάνω τους φόβους σου. Κατόπιν να πιάσεις το χτένι που τα μαλλιά σου, να το τρίψεις σαν την τσακμακόπετρα πάνω στο γρανίτη, και ν’ ανάψεις το χαρτί. Αν δεν τους πολεμήσεις έτσι τους φόβους σου ούλους, ο δράκος δεν θα λείψει που τον κόσμο.
Όπως της είπε η φωνή έκαμε. Μόλις το χαρτί γίνηκε στάχτη έγινε και ο φόβος της κορνιαχτός, κι έφυγε κι ο δράκος που μέσα που την κατάτρωε.
Εβούρησεν εις το χωριόν. Μια του φοβιτσιάρη, δυο του ατρόμητου, βρέθηκε στην αυλή της εκκλησιάς. Εστήσαν βιολιά και λαούτα, κι εχόρευαν έξι μέρες κι έξι νύχτες. Και την έκτη ημέρα εστεφανώσαν και την πεντάμορφην με το νέο π' αγάπα και της φορέσαν το νυφικό της λυγερής.
Που τότε, ήξεραν ποιον, πως άμα δεν έρχόταν το νερό, ήταν που δεν έβρεχεν, κι όχι πως το κράταεν ένας δράκος. Και κάμναν οικονομία στο νερό για να ΄χουν και κείνοι και τα παιδιά τους.
Εζήσαν έτσι τζείνοι καλά, κι μεις καλύτερα.
Λεξιλόγιο: Έπεψεν= έστειλε
Μουχτάρης= Κοινοτάρχης
χαρτζί =δοχείο
αποστρέφουνται= απεχθάνονται, αντιπαθούν
κοκιάκαρη= ταλαίπωρη, κακόμοιρη, δύσμοιρη
έπαιξεν την καμπάνα =χτύπησε την καμπάνα
εβούρησεν= έτρεξε ασυγκράτητη
ποηνάρι= πατζάκι, το κάτω μέρος του παντελονιού
κορδωτός= καμαρωτός
βράση= θερμοκρασία.
Πηγή : http://paramithi-paramithi1.blogspot.com
https://urylosmyuosparamyuiomiros1957.blogspot.com/ - Επιτρέπεται η αναδημοσίευση του περιεχομένου της ιστοσελίδας εφόσον
αναφέρεται ευκρινώς η πηγή του και υπάρχει ενεργός σύνδεσμος (link). Νόμος
2121/1993 και κανόνες Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Ελλάδα.
ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΗ
Ορισμένα αναρτώμενα από το διαδίκτυο κείμενα ή
εικόνες (με σχετική σημείωση της πηγής), θεωρούμε ότι είναι δημόσια. Αν
υπάρχουν δικαιώματα συγγραφέων, παρακαλούμε ενημερώστε μας για να τα
αφαιρέσουμε. Επίσης σημειώνεται ότι οι απόψεις του ιστολόγιου μπορεί να μην
συμπίπτουν με τα περιεχόμενα του άρθρου. Για τα άρθρα που δημοσιεύονται εδώ,
ουδεμία ευθύνη εκ του νόμου φέρουμε καθώς απηχούν αποκλειστικά τις απόψεις των
συντακτών τους και δεν δεσμεύουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο το ιστολόγιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου